- νέμηση
- η (Α νέμησις, -έως, ιων. γεν. -ιος)νεοελλ.(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων τουαρχ.1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.)2. η περιοχή, το έδαφος3. διάδοση, εξάπλωση, επέκταση («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- τού νέμω (πρβλ. νέμημα, νεμητής)για τη σημ. τού τ. βλ. και λ. νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.